- επαναπατρίζω
- μετ. репатриировать;
επαναπατρίζομαι — репатриироваться .
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαναπατρίζομαι — репатриироваться .
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαναπατρίζω — επαναπατρίζω, επαναπάτρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επαναπατρίζω — φέρνω πίσω στην πατρίδα άτομα που είχαν απομακρυνθεί από εκεί βίαια ή με τη θέλησή τους … Dictionary of Greek
επαναπατρίζω — επαναπάτρισα, επαναπατρίστηκα, επαναπατρισμένος, μτβ., φέρνω πίσω στην πατρίδα και εγκαθιστώ άτομα που με τη θέλησή τους εκπατρίστηκαν ή βίαια απομακρύνθηκαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)